- διαγρηγορήσας
- διαγρηγορήσᾱς , διαγρηγορέωstart into full wakefulnessaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.